αυτιάζομαι

αυτιάζομαι
-ιάστηκα, ακούω με προσοχή, στήνω αυτί, ανησυχώ: Αυτιάστηκε, γιατί του φάνηκε πως κάτι σύρθηκε κοντά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”